- εύωρος
- (I)εὔωρος, -ον (Α)αμελής, αδιάφορος για κάτι2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].————————(II)εὔωρος, -ον (Α)1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῑα ἔχουσα», καρποφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. ά-ωρος, πρό-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.